- βλαστικά
- βλαστικόςbuddingneut nom/voc/acc plβλαστικά̱ , βλαστικόςbuddingfem nom/voc/acc dualβλαστικά̱ , βλαστικόςbuddingfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… … Dictionary of Greek
γαστρίδιο — Ένα από τα αρχικά στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Προέρχεται από ένα βλαστίδιο με μια διαδικασία εγκόλπωσης που αποκαλείται γαστριδίωση. Η αυλάκωση τελειώνει με τη διευθέτηση των βλαστομεριδίων γύρω από μια κεντρική κοιλότητα. Στη συνέχεια, το… … Dictionary of Greek
Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
τριδερμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αποτελείται από τρία βλαστικά δέρματα, το ενδόδερμα, το μεσόδερμα και το εξώδερμα 2. φρ. «τριδερμικοί όγκοι» ονομασία τών εμβρυωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tridermic < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ … Dictionary of Greek
ωοθήκη — Ο γεννητικός αδένας της γυναίκας. Υπάρχουν δύο ω. οι οποίες βρίσκονται στην ελάσσονα πύελο συμμετρικά τοποθετημένες στα πλάγια της μήτρας· στην ενήλικη γυναίκα η ω. έχει περίπου το σχήμα και το μέγεθος αμυγδάλου, μήκους 4 εκ., πλάτους 3 εκ. και… … Dictionary of Greek
διαγονιδιακοί οργανισμοί — Οργανισμοί που έχουν ενσωματώσει στο γονιδίωμά τους ξένο DNA. Ονομάζονται και γενετικά τροποιημένοι οργανισμοί. Το ξένο DNA αποκαλείται διαγονίδιο και η όλη διαδικασία διαγονιδιακή τεχνολογία ή διαγένεση. Η μεθοδολογία των δ.ο. αναπτύχθηκε και… … Dictionary of Greek
διπλοβλάστες — Όρος που αποδίδεται σε οργανισμούς με δύο στιβάδες κυττάρων. Χαρακτηρίζει τα κατώτερα μετάζωα, το σώμα των οποίων αποτελείται από δύο βλαστικά δέρματα, ένα εξωτερικό και ένα εσωτερικό, που ονομάζονται εξώδερμα και εσώδερμα αντίστοιχα. Στους δ.… … Dictionary of Greek
λεμφοκύτταρα — Είδος λευκών αιμοσφαιρίων στα σπονδυλωτά ζώα (και στον άνθρωπο). Αποτελούν το 25 33% των λευκών αιμοσφαιρίων στο αίμα των ενηλίκων. Η λειτουργία τους είναι η ανοσία και η καταστροφή μικροβίων και ιών που προσβάλλουν τον οργανισμό. Το σχήμα τους… … Dictionary of Greek